- ἀμιχθαλόεις
- ἀμιχθαλόειςinhospitablemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η … Dictionary of Greek
ἀμιχθαλόεντος — ἀμιχθαλόεις inhospitable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιχθαλόεσσα — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιχθαλόεσσαι — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιχθαλόεσσαν — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιχθαλόεις — μιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) αμιχθαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διάφορη γραφή τού ἀμιχθαλόεις* «απροσπέλαστος, ομιχλώδης»] … Dictionary of Greek